-
1 индивидуальный
επ., βρ: -лен, -льна, -о; ατομικός, ξέχωρος•. -ые особенности учеников ατομικές ιδιομορφίες των μαθητών (ατομικός χαρακτήρας των μαθητών)•индивидуальный случай ξεχωριστή (ιδιαίτερη) περίπτωση•
-ое хозяйство! ατομικό νοικοκυριό•
-ое требование ατομική διεκδίκιση.
εκφρ.индивидуальный перевязочный пакет – ατομικός επίδεσμος (τραυματία). -
2 дозиметр
το δοσίμετρο, ο ανιχνευτής της ακτινοβολίας. - альфа-излучения - της ακτινοβολίας α(άλφα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дозиметр